ινδογερμανικός

ινδογερμανικός
-ή, -ό (όρος που χρησιμοποιείται από Γερμανούς επιστήμονες)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός, ιαπετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. indogermanisch. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ινδογερμανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”